εμψυχία

εμψυχία
ἐμψυχία, η (Α)
η ιδιότητα τού έμψυχου, το να έχει κανείς ψυχή, ζωή, ζωηρότητα, ζωντάνια
αρχ.
το ψύχος, η ψυχρότητα ως κοσμικό στοιχείο αντίθετο τού θερμού («Ἀρχέλαος ὑπὸ θερμοῡ καὶ ἐμψυχίας συστῆναι τὸν κόσμον», Στοβ. Ανθ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἐμψυχία — ἐμψυχίᾱ , ἐμψυχία having life in one fem nom/voc/acc dual ἐμψυχίᾱ , ἐμψυχία having life in one fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμψυχίᾳ — ἐμψυχίᾱͅ , ἐμψυχία having life in one fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμψυχίας — ἐμψυχίᾱς , ἐμψυχία having life in one fem acc pl ἐμψυχίᾱς , ἐμψυχία having life in one fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμψυχίαι — ἐμψυχίᾱͅ , ἐμψυχία having life in one fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμψυχίαν — ἐμψυχίᾱν , ἐμψυχία having life in one fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμψυχιῶν — ἐμψυχία having life in one fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμψυχίαις — ἐμψυχία having life in one fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”